δακτυλιογράφος

δακτυλιογράφος
ο
ο ειδικός στη δακτυλιογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δακτυλιογραφία — η [δακτυλιογράφος] μελέτη, περιγραφή και χαρακτηρισμός δακτυλίων, δακτυλιολίθων και σφραγίδων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”